Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Το ειδικό λεξιλόγιο της δουλείας (Μέρος Δ') Ημερομηνία:
Σήμερα 2/9/2025, 10:12 - Εμφανίσεις: 6
Μια ξεχωριστή κατηγορία συγκροτούσαν οι υποδουλωμένοι για χρέη, δηλαδή οφειλέτες που είχαν θέσει ως εγγύηση ενός χρέους τον εαυτό τους και, επειδή δεν μπορούσε να το εξοφλήσουν, έχαναν την ελευθερία τους και καθίσταντο δούλοι του πιστωτή τους.
Η υποδούλωση αυτή ήταν είτε μόνιμη είτε ορισμένου χρόνου, μπορούσε δε να αφορά όχι μόνο ένα άτομο αλλά και μια ολόκληρη οικογένεια.
Το συχνότατο αυτό φαινόμενο εξαλείφθηκε στην Αθήνα επί Σόλωνος (αρχές 6ου αιώνα π.Χ.), όταν με την περίφημη σεισάχθεια επιβλήθηκε η απόσβεση των χρεών και η απαγόρευση δανεισμού με ενέχυρο το σώμα.
Μάλιστα, η διάταξη αυτή περί αποτίναξης των βαρών απέκτησε αναδρομική ισχύ, ώστε να επανακτήσουν πολλοί τη χαμένη λόγω χρεών ελευθερία τους.
Πέραν όλων των ανωτέρω, οι δούλοι διακρίνονταν σε συγκεκριμένες κατηγορίες βάσει των καθηκόντων με τα οποία ήταν επιφορτισμένοι.
Σύμφωνα με την εν λόγω κατηγοριοποίηση, δημόσιος ονομαζόταν ο δούλος που ήταν υπάλληλος ή υπηρέτης του κράτους, της πολιτείας (γραφείς, κλητήρες, υπηρέτες αρχόντων και ιερών, κήρυκες, φύλακες, όργανα της τάξης, εργάτες σε δημόσια έργα κ.ά.).
Επιπροσθέτως, ως επίτροπος ή ταμίας χαρακτηριζόταν το μέλος του υπηρετικού προσωπικού που επιτηρούσε εν είδει οικονόμου – επιστάτη την εργασία των υπόλοιπων δούλων ενός οίκου.
Στο στρατιωτικό πεδίο, ο ακόλουθος (με την έννοια του υπηρέτη) ενός στρατηγού και φέρων την ασπίδα του ονομαζόταν υπασπιστής ή υπασπιστήρ, ενώ εκείνος που ακολουθούσε έναν οπλίτη (βαρέως οπλισμένο πεζό πολεμιστή) και έφερε τις αποσκευές του (τροφές, ασπίδα κ.λπ.) κατά τις πορείες ονομαζόταν υπηρέτης ή σκευοφόρος.
Τέλος, ο ακόλουθος του αθηναίου ιππέως στον πόλεμο ονομαζόταν ιπποκόμος.
Μια άλλη διάκριση των δούλων γινόταν με κριτήριο τον τρόπο με τον οποίον είχαν καταστεί κτήμα ενός δεσπότη.
Όσοι είχαν αγοραστεί –το «μεταβιβάσιμο εμπόρευμα» διετίθετο σε ειδικές αγορές– ονομάζονταν χρυσώνητοι (αντί χρυσού αγορασθέντες), αργυρώνητοι (αντί αργυρίου αγορασθέντες) ή απλώς ωνητοί (αγορασθέντες, οι προς πώληση), ενώ οι λαφυραγωγηθέντες, όσο...