Μια λέξη πρωταρχικής σημασίας στο θρησκευτικό λεξιλόγιο των αρχαίων Ελλήνων είναι το επίθετο ιερός (λατινιστί sacer), το οποίο δηλώνει κατά κανόνα αυτόν που ανήκει ή τρόπον τινά σχετίζεται με τους θεούς, αλλά και αυτόν που τελεί υπό την προστασία του θεού. Το ουδέτερο γένος του επιθέτου, ουσιαστικοποιημένο, στον μεν ενικό (ιερόν) έχει την έννοια του τεμένους ή του ναού, στον δε πληθυντικό (ιερά) έχει τη σημασία των προσφερόμενων θυσιών (σφαγίων ή θυμάτων), αλλά και των θρησκευτικών τελετών (ιερουργιών). Παράγωγα τού εν λόγω επιθέτου είναι οι λέξεις ιερεύς/ιέρεια (ο επιτελών/η επιτελούσα τις θυσίες) και ιερείον (το ζώο προς θυσία ή σφαγή). Εξάλλου, στο αρχαιοελληνικό θρησκευτικό λεξιλόγιο περιλαμβάνονται το επίθετο ευσεβής (ευ+σέβω) και το ουσιαστικό ευσέβεια (παράγωγο του πρώτου), που δηλώνουν το σεβασμό προς τους θεούς, τη θρησκευτική ευλάβεια (λατινιστί pietas). Τα εντελώς συνώνυμα ρήματα σέβω και σέβομαι έχουν την έννοια τού λατρεύω, θρησκεύομαι, ευλαβούμαι, αισθάνομαι θρησκευτικό φόβο ή συστολή ενώπιον του θεού. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χρήσεις του επιθέτου όσιος, ε
Διαβάστε περισσότερα |