Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Το ειδικό λεξιλόγιο της θρησκείας (Μέρος ΣΤ') Ημερομηνία:
Σήμερα 9/12/2025, 10:20 - Εμφανίσεις: 8
Με τα ουσιαστικά ευχή και αρά συνδέονται τα ρήματα εύχομαι (παράγωγό του, η ευχή) και αράομαι αντίστοιχα.
Το εύχομαι, κατά πρώτον, πέραν της καθιερωμένης χρήσης του στη θρησκευτική σφαίρα (αναπέμπω ευχές ή απευθύνω δεήσεις στο θεό), έχει και την έννοια τού ευχόμενος υπόσχομαι μεγαλοφώνως, διακηρύσσω ή ισχυρίζομαι επισήμως.
Το αράομαι, κατά δεύτερον, έχει την έννοια τού προσεύχομαι, εύχομαι κάτι για κάποιον, ενίοτε με καλή, αλλά κατά κανόνα με κακή σημασία: καταριέμαι, αναθεματίζω, εύχομαι να υποστεί κάποιος κάτι κακό (αράς αράσθαι τινί σημαίνει εκστομίζω κατάρες εναντίον κάποιου).
Πέραν των δύο αυτών ρημάτων, στον Όμηρο απαντά και το λίσσομαι, που σημαίνει δέομαι, παρακαλώ θερμά ή ικετεύω το θεό.
Από το ρήμα αυτό προέρχεται το ουσιαστικό λιτή, που σημαίνει δέηση, παράκληση ή ικεσία.
Στην Ιλιάδα οι Λιταί, προσωποποιημένες ως θυγατέρες του Δία, είναι οι Προσευχές, οι Ικεσίες.
Μια βασική έννοια της χριστιανικής θρησκείας, αυτή της αμαρτίας, δεν περιλαμβάνεται στο θρησκευτικό λεξιλόγιο των αρχαίων Ελλήνων.
Η λέξη αμαρτία σημαίνει απλώς για εκείνους αποτυχία ή σφάλμα, το δε ρήμα από το οποίο παράγεται το εν λόγω ουσιαστικό, το αμαρτάνω, έχει την έννοια τού αποτυγχάνω, σφάλλω, αστοχώ, δεν κατορθώνω να πράξω κάτι.googletag.cmd.push(function() { googletag.display("300x250_m1"); }); Παρά ταύτα, υπάρχει ένα άλλο ρήμα που αποδίδει την ιδέα της αμαρτίας σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, τις χριστιανικές αντιλήψεις, και αυτό είναι το αλιταίνω.
Ο όρος αυτός, πέραν της γενικότερης σημασίας του (παραβαίνω κάτι, σφάλλω, φέρομαι προσβλητικά σε κάποιον), έχει και την έννοια τού διαπράττω σοβαρή προσβολή σε βάρος των θεών.
Ένα παράγωγο τού αλιταίνω, το ουσιαστικό αλιτήριος, δηλώνει το θρησκευτικό παραβάτη, τον αμαρτωλό, εκείνον που προσβάλλει το θείο.
Αυτός ακριβώς, ο παραβάτης των θρησκευτικών κανόνων στην αρχαία Ελλάδα, αισθανόταν βάρος στην ψυχή του ή στη συνείδησή του.
Η ψυχική αυτή επιβάρυνση, το ενθύμιον, ήταν απότοκο ενοχών ή –κυρίως– φόβου και ανησυχίας για ενδεχόμενη τιμωρία...